Volage en grec
Traduction: volage, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αλλοπρόσαλλος, ασταθής, ευμετάβλητος, μεταβλητός, άστατος, πλωτός, πτητικός, επίπλευση, επιπόλαιος, παλαβός, ιδιότροπος, επιπόλαια
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): volage
definition volage, définition volage, femme volage, mari volage, vol age dofus, volage dictionnaire de langue grec, volage en grec
Traductions
- vol en grec - φυγή, πτήση, ληστεία, κλοπή, ιπτάμενος, διάρρηξη, πτήσης, ...
- vola en grec - πέταξε, πέταξαν, πετούσε, πετούσαν
- volai en grec - πέταξε, πέταξαν, πετούσε, πετούσαν
- volaille en grec - πτηνό, πουλερικά, πουλερικών, τα πουλερικά, των πουλερικών, πουλερικών που
Mots aléatoires
Volage en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αλλοπρόσαλλος, ασταθής, ευμετάβλητος, μεταβλητός, άστατος, πλωτός, πτητικός, επίπλευση, επιπόλαιος, παλαβός, ιδιότροπος, επιπόλαια
Traductions: αλλοπρόσαλλος, ασταθής, ευμετάβλητος, μεταβλητός, άστατος, πλωτός, πτητικός, επίπλευση, επιπόλαιος, παλαβός, ιδιότροπος, επιπόλαια