Abort στα ελληνικά
Μετάφραση: abort, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποβάλλω, ματαιώνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aborigine στα ελληνικά - Αβοριγίνων, Αβορίγινας, αυτόχθων, Αβοριγινή
- aborigines στα ελληνικά - ιθαγενείς, αυτόχθοντες, Αβοριγίνων, τους αυτόχθονες κατοίκους, Αβοριγίνων της
- aborted στα ελληνικά - ματαιώθηκε, ματαιωθεί, διακόπτεται, ματαιώνεται, ακυρωθεί
- aborting στα ελληνικά - ματαίωση, ματαιωθεί, εγκατάλειψης, να ματαιωθεί, εγκατάλειψης της
Τυχαίες λέξεις
Abort στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποβάλλω, ματαιώνω
Μεταφράσεις: αποβάλλω, ματαιώνω