Λέξη: έκτρωση

Συνώνυμα: έκτρωση

άμβλωση, αποβολή, έκτρωμα, εξάμβλωμα, εξάμβλωση

Μεταφράσεις: έκτρωση

έκτρωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abortion, an abortion, abortions, abortion is

έκτρωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aborto

έκτρωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
programmabbruch, schwangerschaftsabbruch, abtreibung, Abtreibung, Abtreibungs, Schwangerschaftsabbruch, die Abtreibung, Abbruch

έκτρωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
échec, insuccès, avortement, l'avortement, avortements, un avortement

έκτρωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aborto, l'aborto, dell'aborto, all'aborto, abortire

έκτρωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aborto, o aborto, abortamento, do aborto, abortos

έκτρωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
abortus, miskraam, van abortus, de abortus, abortus te

έκτρωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выкидыш, осечка, аборт, недоносок, невезение, урод, уродец, неудача, аборты, аборта, абортов

έκτρωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
abort

έκτρωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
abort, aborter, abortion, aborten

έκτρωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
abortti, epäonnistuminen, raskauden keskeyttäminen, abortin, aborttia, aborttiin, abortista

έκτρωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
abort, aborter, svangerskabsafbrydelse

έκτρωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
potrat, neúspěch, nezdar, interupce, potratu, potraty, potratovost

έκτρωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poronienie, aborcja, skrobanka, przerwanie ciąży, aborcji, aborcję

έκτρωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
torzalak, abortusz, vetélés, elvetélés, magzatelhajtás, abortuszt, az abortusz, az abortuszt

έκτρωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kürtaj, düşük, abortus, düşüğün, kürtajın

έκτρωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
недоносок, осічка, невдача, потворо, потвора, аборт

έκτρωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
abort, aborti, abortit, abortin, abortimi

έκτρωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аборт, абортите, аборта, аборти

έκτρωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аборт

έκτρωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nurjumine, abort, abordi, aborti, abortide, aborte

έκτρωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
abortus, pobačaj, pobačaja, je pobačaj, pobačaji

έκτρωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fóstureyðing, fóstureyðingu, fósturlát, fóstureyðingar, í fóstureyðingu

έκτρωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
abortas, abortų, abortai, abortą, abortus

έκτρωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aborts, abortu, aborti, aborta, abortiem

έκτρωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
абортус, абортусот, за абортус, на абортусот, абортуси

έκτρωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
avort, avortul, avortului, de avort, avorturilor

έκτρωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potrat, splav, splava, abortion, splavu, prekinitev nosečnosti

έκτρωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
potrat, umelé prerušenie tehotenstva, umelý potrat, prerušenie tehotenstva

Στατιστικά δημοτικότητας: έκτρωση

Τυχαίες λέξεις