Astigmatic στα ελληνικά
Μετάφραση: astigmatic, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστιγματικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- astigmatism στα ελληνικά - αστιγματισμός, αστιγματισμού, αστιγματισμό, τον αστιγματισμό, του αστιγματισμού
- astir στα ελληνικά - ανάστατος, Astir, αστηρ, Αστήρ, εις κίνηση
Τυχαίες λέξεις
Astigmatic στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστιγματικός
Μεταφράσεις: αστιγματικός