Λέξη: ηγεμονικός

Σχετικές λέξεις: ηγεμονικός

ηγεμονικός πόλεμος

Συνώνυμα: ηγεμονικός

βασιλικός

Μεταφράσεις: ηγεμονικός

ηγεμονικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
princely, royal, regal, hegemonic

ηγεμονικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
regio, real, principesco, principesca, príncipe, princely, de príncipe

ηγεμονικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
königlich, fürstlich, fürstlichen, Fürsten, fürstliche, fürstlicher

ηγεμονικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
princier, royal, princière, prince, princiers, princes

ηγεμονικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
regale, principesco, reale, regio, principesca, principe, principeschi, princely

ηγεμονικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
real, principesco, principesca, príncipe, principado, princely

ηγεμονικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vorstelijk, koninklijk, prinselijk, prinselijke, vorstelijke, princely

ηγεμονικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
роскошный, царский, королевский, великолепный, царственный, княжеский, княжеской, княжеская, княжеского

ηγεμονικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fyrstelig, kongelig, fyrste, fyrstelige, prinse

ηγεμονικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
furstlig, furst, furstliga, furste, furstligt

ηγεμονικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuninkaallinen, keisarillinen, ruhtinaallinen, ruhtinaskunnan, ruhtinaallista, ruhtinasvaltion, ruhtinaskunta

ηγεμονικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kongelig, fyrstelige, fyrstelig, fyrstedømme, fyrsteligt, fyrsteslægt

ηγεμονικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
královský, knížecí, knížecím, knížecího

ηγεμονικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
książęcy, bombramżagiel, koronny, królewski, wspaniały, książęca, książęcej, książęcym

ηγεμονικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hercegi, fejedelmi, a fejedelmi, princely

ηγεμονικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
soylu, Prens, princely, hatırı, Prens bir

ηγεμονικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
королівський, князьок, царствений, величний, царський, царське

ηγεμονικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fisnik, mbretëror, madhështor, princëror, bujar

ηγεμονικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разкошен, великолепен, княжество, княжески, княжеска

ηγεμονικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
царскі, велічны, велічнае, царственны

ηγεμονικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuninglik, vürstlik, vürsti-, vürstliku, vürstlike, princely

ηγεμονικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sjajan, kraljevski, kraljevih, veličanstven, raskošan, kneževski, kneževsku, kneževskim, vladarski

ηγεμονικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
höfðinglega, princely, höfðingliga

ηγεμονικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
regalis, regius

ηγεμονικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
princo, kilnus, Książęcy, kunigaikščio, dosnus

ηγεμονικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
karalisks, prinča

ηγεμονικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кнежество, кнежевски, кнежевските, кнежевско, кралско

ηγεμονικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
regal, princiar, domnească, domnesc, domneasca, princiară

ηγεμονικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
knežji, knežja, prinčevska

ηγεμονικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vznešený, kniežací, kniežacej, kniežacie, kniežacia, kniežaciu
Τυχαίες λέξεις