Diligent στα ελληνικά

Μετάφραση: diligent, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργατικός, επιμελής, επιμελή, επιμελούς, επιμελείς, επιμέλεια
Diligent στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • altars στα ελληνικά - βωμούς, βωμοί, βωμών, θυσιαστήρια, θυσιαστήριά
  • bodybuilder στα ελληνικά - αμαξωμάτων, των bodybuilder
  • camping στα ελληνικά - κατασκήνωση, κάμπινγκ, κατασκήνωσης, το κάμπινγκ
Τυχαίες λέξεις
Diligent στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργατικός, επιμελής, επιμελή, επιμελούς, επιμελείς, επιμέλεια