Producing στα ελληνικά
Μετάφραση: producing, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγωγικός, παραγωγή, που παράγουν, παράγουν, την παραγωγή, παράγει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- all-encompassing στα ελληνικά - περιλαμβάνει όλα, σφαιρική, τα περιλαμβάνει όλα, σφαιρικό
- avifauna στα ελληνικά - ορνιθοπανίδα, ορνιθοπανίδας, ορνιθοπανιδικές, πτηνοπανίδα, την ορνιθοπανίδα
- barbarians στα ελληνικά - βάρβαροι, βαρβάρους, βαρβάρων, βάρβαρους, τους βαρβάρους
- caps στα ελληνικά - καλύμματα, καπάκια, πώματα, ανώτατα όρια
Τυχαίες λέξεις
Producing στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγωγικός, παραγωγή, που παράγουν, παράγουν, την παραγωγή, παράγει
Μεταφράσεις: παραγωγικός, παραγωγή, που παράγουν, παράγουν, την παραγωγή, παράγει