Λέξη: διερμηνέας
Σχετικές λέξεις: διερμηνέας
διερμηνέας στα αγγλικά, διερμηνέας ολυμπιακού, διερμηνέας κηδεία μαντέλα, διερμηνέας βαλβερδε, διερμηνέας μαντέλα, διερμηνέασ τησ πύλησ, διερμηνέας νοηματικής γλώσσας, διερμηνέας ρωσικών, διερμηνέας παρίσι, διερμηνέας σε συμβόλαιο
Συνώνυμα: διερμηνέας
ερμηνευτής
Μεταφράσεις: διερμηνέας
διερμηνέας στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
interpreter, dragoman, an interpreter, interpreter is, interpreters
διερμηνέας στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
intérprete, traductor, intérprete de, interprete, de intérprete, intérpretes
διερμηνέας στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dolmetscher, sprecherin, sprecher, übersetzer, interpret, interpreter, Dolmetscher, Interpreter, Interpret, Dolmetscherin
διερμηνέας στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
traducteur, interprète, interpréteur, l'interprète, interprètes, interprétation
διερμηνέας στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
interprete, traduttore, dell'interprete, interprete di, interpreti, all'interprete
διερμηνέας στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intérprete, interpretador, interpretador de, intérprete de, interprete
διερμηνέας στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vertaler, vertolker, tolk, interpreter, interpretator
διερμηνέας στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истолкование, переводчик, истолкователь, толмач, толкователь, интерпретатор, переводчика, переводчиком, интерпретатора
διερμηνέας στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tolk, tolken, tolker, tolke
διερμηνέας στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tolk, översättare, tolken, tolkare
διερμηνέας στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tulkki, selittäjä, ilmaisija, tulkin, tulkkia, tulkkina
διερμηνέας στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fortolker, tolk, tolken, fortolkeren
διερμηνέας στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tlumočník, překladatel, tlumočnice, interpret, tlumočníka, tlumočníkem
διερμηνέας στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
program, interpreter, interpretator, interpretacyjny, komentator, tłumacz ustny, tłumacz, tłumacza
διερμηνέας στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tolmács, tolmácsot, értelmező, interpreter, tolmácsolási
διερμηνέας στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tercüman, yorumlayıcı, yorumlayıcısı, çevirmen, interpreter
διερμηνέας στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інтерпретований, перекладач, переводчик
διερμηνέας στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përkthyes, përkthyesi, interpretuesi, përkthyesit, interpret
διερμηνέας στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преводач, тълкувател, устен преводач, интерпретатор
διερμηνέας στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перакладчык, перакладнік
διερμηνέας στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sünkroontõlk, interpretaator, tõlk, tõlgi, tõlki, tõlgendaja
διερμηνέας στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tumač, prevoditelj, tumača, prevoditelja, interpreter
διερμηνέας στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
túlkur, túlkurinn, túlk, útlista, að útlista
διερμηνέας στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vertėjas, interpretatorius, vertėjo, interpreter, vertėjas žodžiu
διερμηνέας στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tulks, tulku, tulka, tulkam, interpretētājs
διερμηνέας στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преведувач, преведувачот, интерпретерот, толкувач, толкувачот
διερμηνέας στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
interpret, translator, interpretor, interpretul
διερμηνέας στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tolmač, interpreter, tolmača, interpret, prevajalec
διερμηνέας στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tlmočník, tlmočníka, prekladateľ, tlmočníkom
Τυχαίες λέξεις