Speciality στα ελληνικά

Μετάφραση: speciality, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπεσιαλιτέ
Speciality στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antagonizing στα ελληνικά - ανταγωνιστικής, ανταγωνιζομένης, ανταγωνιστικήν, ανταγωνίζεται τον, ανταγωνιστική ως
  • benignity στα ελληνικά - καλοκαγαθία
Τυχαίες λέξεις
Speciality στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπεσιαλιτέ