Λέξη: μύρτος

Σχετικές λέξεις: μύρτος

μύρτος κρήτη, μύρτοσ κεφαλονιά χάρτησ, μύρτος φυτό, μύρτος κεφαλλονιάς, μυρτος κεφαλονιά, μύρτος μετά το σεισμό, μύρτος ο κοινός, μύρτος κεφαλονιά, μύρτος αχαΐας, μύρτος φωτιά

Μεταφράσεις: μύρτος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
myrtle, myrtos, Mirtos, Mírtos, of Myrtos
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
myrtos, de Myrtos, los myrtos, Mirtos, de los myrtos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
myrthe, myrte, myrtos, von Myrtos
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
myrte, myrtos, de Myrtos, Myrtos fait partie, de Myrtos fait partie, Mirtos
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mirto, Myrtos, di Myrtos, Mirtos, a Myrtos
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
myrtos, de Myrtos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
myrtos, Mirtos, van Myrtos, van Mirtos
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мирт, Myrtos, Миртос, Миртос и
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
myrtos, er Myrtos
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
myrtos
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
myrtos, Myrtoksen, Myrtosin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Myrtos, på Myrtos
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
myrta, Myrtos
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
barwinek, mirt, myrtos
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mirtusz, Myrtosból, Myrtos, A Myrtos
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
myrtos, Gör myrtos
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мирт, Myrtos
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
myrtos
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мирт, Myrtos, Миртос
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Myrtos
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
Myrtose, Myrtos
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mirta, Myrtos
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Myrtos
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Myrtos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Myrtos
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
myrtos
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Myrtos, Myrtosului, articole Myrtos
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
marta, Myrtos
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
myrta, Myrtos

Στατιστικά δημοτικότητας: μύρτος

Τυχαίες λέξεις