Infermiere στα ελληνικά
Μετάφραση: infermiere, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάγια, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- individual στα ελληνικά - άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
- industri στα ελληνικά - κατασκευάζω, βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδου παραγωγής, κλάδο
- inflacioni στα ελληνικά - πληθωρισμός, πληθωρισμού, πληθωρισμό, τον πληθωρισμό, του πληθωρισμού
- inspektor στα ελληνικά - επόπτης, ελεγκτής, επιθεωρητής, επιστάτης, Έφορο, Εφόρου, επιστάτη
Τυχαίες λέξεις
Infermiere στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάγια, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Μεταφράσεις: βάγια, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα