Λέξη: αναμόρφωση
Σχετικές λέξεις: αναμόρφωση
αναμόρφωση δαπανών 2013, αναμόρφωση δαπανών λόγω ύπαρξης αφορολογήτων εσόδων(§ 8), αναμόρφωση σημασία, αναμόρφωση δόσεων, αναμόρφωση δόσεων φόρου εισοδήματος, αναμόρφωση αναλυτικών προγραμμάτων, αναμόρφωση προϋπολογισμού, αναμόρφωση λεξικό, αναμόρφωση και εξορθολογισμός της διδακτέας ύλης, αναμόρφωση δαπανών, φορολογική αναμόρφωση
Συνώνυμα: αναμόρφωση
μεταρρύθμιση, ανύψωση, ανάκτηση, αποκατάσταση, εγγειοβελτίωση, επαναζήτηση, ανασχηματισμός, σωφρονισμός, εξέμεση, επανόρθωση
Μεταφράσεις: αναμόρφωση
αναμόρφωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reformation, reform, rehabilitation, reforming, overhaul
αναμόρφωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reforma, reformación, la reforma, reformar, una reforma
αναμόρφωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reform, reformation, Reformation, Reformierung, Reform, Reformations
αναμόρφωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réformation, correction, réforme, reformation, la réforme
αναμόρφωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riforma, della Riforma, riformazione, di riforma
αναμόρφωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reforma, reformação, da Reforma, Reformation, a reforma
αναμόρφωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reformatie, hervorming, Reformation, de Reformatie, opnieuw vormen
αναμόρφωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
исправление, преобразование, реформация, реформирование, Реформация, Реформации, реформирования
αναμόρφωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbedring, reformasjon, reformasjonen, reformering, reforme, omvendelsen
αναμόρφωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reformation, reformationen, reforma, reformationens, Reformations
αναμόρφωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uskonpuhdistus, uudistaminen, Reformation, uskonpuhdistuksen, reforming
αναμόρφωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
reformation, reformationen, gendannelse, gendannelse af, Reformationens
αναμόρφωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náprava, reformace, reforma, Reformation, reformační, reformaci
αναμόρφωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
reforma, reformacja, poprawa, nawrócenie, reformacji, reformation, reformacyjny
αναμόρφωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
reformáció, megújulás, megreformálás, a reformáció, reformációt, Reformation
αναμόρφωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
reformasyon, reformasyonu, düzeltme, yeniden düzenleme
αναμόρφωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перетворення, покращення, перетворювати, поліпшити, реформування
αναμόρφωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reformim, reformimi, reformimin, reformimit, reformimi i
αναμόρφωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преобразование, реформация, реформиране, преобразуване, реформа, преобразуване на
αναμόρφωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэфармаванне, рэфармаваньне
αναμόρφωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reformatsioon, parandamine, uuendus, muutmine, ümberkujundamine
αναμόρφωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preustrojstvo, poboljšanje, reformacijski, ispravljanje, reformacija, reformacije, Reformation, reformaciju
αναμόρφωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
siðaskiptin, siðaskipti, siðbótin, siðaskipta, kaþólskum
αναμόρφωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reformacija, pertvarkymas, Reformacijos, reformavimas
αναμόρφωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
reformācija, Reformācijas, labošana, Reformation, reformēšana
αναμόρφωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
реформација, реформирање, реформацијата, на реформацијата, реформа
αναμόρφωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reformă, reformare, reformarea, reforma, de reformare
αναμόρφωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
reformacija, reformacije, reformaciji, reformacijo, Preustrojstvo
αναμόρφωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
reforma, reformy, reformu, reforme, reformou
Στατιστικά δημοτικότητας: αναμόρφωση
Τυχαίες λέξεις