Бог στα ελληνικά
Μετάφραση: бог, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεός, αθάνατος, θεό, θεού, ο Θεός, του Θεού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- боб στα ελληνικά - φασόλι, φασόλια, τα φασόλια, κόκκους, φασολιών, κόκκοι
- бобри στα ελληνικά - κάστορας, κάστορες, Οι κάστορες, Beavers, καστόρων, τους κάστορες
- богатство στα ελληνικά - πλούτος, πλούτη, τύχη, περιουσία, τύχης, την τύχη, περιουσίας
- богослов στα ελληνικά - θεολόγος, Θεολόγου, θεολόγο
Τυχαίες λέξεις
Бог στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεός, αθάνατος, θεό, θεού, ο Θεός, του Θεού
Μεταφράσεις: θεός, αθάνατος, θεό, θεού, ο Θεός, του Θεού