Λέξη: αρπαγή

Σχετικές λέξεις: αρπαγή

αρπαγή ανηλίκου από γονέα, αρπαγή ελένης από θησέα, αρπαγή παιδιών, αρπαγή ανηλίκων, αρπαγή της περσεφόνης, αρπαγή της εκκλησίας, αρπαγή της ευρώπης, αρπαγή ανηλίκου ποινικόσ κώδικασ, αρπαγή 2, αρπαγή ανηλίκου, η αρπαγή

Συνώνυμα: αρπαγή

πιάσιμο, λεηλασία, άρπαγμα, τεμάχιο, μικρή άγκυρα, τσιγκέλι, πάλη, λάφυρο, ληστεία, κλοπή, κατάσχεση, κατάληψη, σύλληψη, έκσταση, βιασμός, αγαλλίαση, διαρπαγή

Μεταφράσεις: αρπαγή

αρπαγή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
kidnapping, rapine, seizure, grapnel, ravishment, robbery, depredation

αρπαγή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rapto, incautación, toma, ataque, convulsión, embargo

αρπαγή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
menschenraub, raubwirtschaft, entführung, entführend, Beschlagnahme, Pfändung, Anfall, Beschlagnahmung

αρπαγή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rapt, pillage, enlèvement, détournement, sac, saisie, la saisie, saisies, crise, prise

αρπαγή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sequestro, confisca, il sequestro, grippaggio, presa

αρπαγή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apreensão, convulsão, confisco, captura, a apreensão

αρπαγή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beslaglegging, inbeslagname, inbeslagneming, beslag, aanval

αρπαγή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
похищение, угон, грабеж, ограбление, захват, арест, изъятие, конфискация, выемка

αρπαγή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anfall, pågripelse, beslag, beslagleggelse, anfalls

αρπαγή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beslag, anfall, beslagtagande, anfalls, kramp

αρπαγή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaappaus, sieppaus, takavarikointi, takavarikointia, takavarikkoa, takavarikko, kohtaus

αρπαγή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beslaglæggelse, anfald, beslaglæggelsen, krampeanfald, udlæg

αρπαγή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plenění, únos, loupež, drancování, záchvat, zabavení, záchvatů, záchvaty, záchvatu

αρπαγή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
porwanie, kidnaping, rabunek, kidnaperstwo, porywanie, konfiskata, atak, zagarnięcie, zdobycie, zajęcie

αρπαγή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
emberrablás, elkobzás, lefoglalás, roham, lefoglalását, lefoglalási

αρπαγή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
haciz, nöbet, yakalama, el koyma

αρπαγή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дотепний, викрадач-шантажисти, укол, захоплення, захват

αρπαγή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konfiskim, konfiskimi, sekuestrimi, sekuestrimin, konfiskimin

αρπαγή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
похищение, грабеж, припадък, конфискуване, конфискация, изземване, на пристъпите

αρπαγή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
захоп

αρπαγή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
inimrööv, rüüstamine, arestimine, arestimise, arestimist, krampide, arestimiseks

αρπαγή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pljačkanje, grabež, oduzimanje, napadaja, oduzimanja, napadaj, zapljena

αρπαγή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hald, flog, floga, leggja hald, haldlagningu

αρπαγή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rapina

αρπαγή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
konfiskavimas, areštas, užgrobimas, priepuolis, paėmimas

αρπαγή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
konfiskācija, arestu, krampji, konfiskāciju, arests

αρπαγή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одземање, заплена, напад, заплената, запленување

αρπαγή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
confiscare, sechestru, confiscarea, sechestrarea, convulsiilor

αρπαγή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaseg, rubež, zasega, ugrabitev, zasegu

αρπαγή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
únos, záchvat, infarkt, záchvaty, záchvatov, záchvatu

Στατιστικά δημοτικότητας: αρπαγή

Τυχαίες λέξεις