Ето στα ελληνικά
Μετάφραση: ето, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
του, αυτός, αυτή, αυτό, εδώ, εδώ για, here
Μεταφράσεις
- етнография στα ελληνικά - εθνογραφία, εθνογραφίας, η εθνογραφία, την εθνογραφία, ηθογραφία
- етнология στα ελληνικά - εθνολογία, Εθνολογίας, την εθνολογία, η εθνολογία, η Εθνολογία έχει
- ефект στα ελληνικά - συνέπεια, αποτέλεσμα, θέμα, τεύχος, επίπτωση, γεγονός, άθλημα, ...
- ечемик στα ελληνικά - κριθάρι, κριθής, κριθαριού, κριθή, κριθής που
Τυχαίες λέξεις
Ето στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: του, αυτός, αυτή, αυτό, εδώ, εδώ για, here
Μεταφράσεις: του, αυτός, αυτή, αυτό, εδώ, εδώ για, here