Λέξη: αντεπεξέρχομαι
Σχετικές λέξεις: αντεπεξέρχομαι
αντεπεξέρχομαι σημασια, ανταπεξέρχομαι στα αγγλικα, αντεπεξέρχομαι κλιση, αντεπεξέρχομαι ή ανταπεξέρχομαι, αντεπεξέρχομαι συνώνυμο, ανταπεξέρχομαι english
Μεταφράσεις: αντεπεξέρχομαι
αντεπεξέρχομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cope, manage, coping, withstand, copes, cope with
αντεπεξέρχομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
administrar, dirigir, guiar, hacer frente a, hacer frente, frente, afrontar, enfrentar
αντεπεξέρχομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überwachen, meistern, kontrollieren, schaffe, bewältigen, leiten, zurechtkommen, fertig, zu bewältigen
αντεπεξέρχομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
administrer, diriger, surveiller, régir, régner, parvenir, dominer, mener, gèrent, orienter, conduire, guider, s'arranger, maîtriser, commander, manier, faire face, face, gérer, composer, affronter
αντεπεξέρχομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amministrare, reggere, guidare, gestire, governare, maneggiare, condurre, dirigere, far fronte, affrontare, fronte, fronteggiare
αντεπεξέρχομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guiar, gerir, controle, governar, dirigir, reger, gerências, lidar, enfrentar, fazer face, face, a lidar
αντεπεξέρχομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
richten, toedienen, dirigeren, besturen, beheren, administreren, mennen, het hoofd te bieden, omgaan, te gaan, hoofd te bieden, gaan
αντεπεξέρχομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
начальствовать, управиться, кабина, ведать, мериться, ухитряться, ухитриться, одолеть, справиться, укладываться, смочь, риза, править, заведовать, суметь, усмирять, справляться, справляются, справится, справляется
αντεπεξέρχομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lede, administrere, greie, takle, håndtere, mestre, klare, å håndtere
αντεπεξέρχομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
handha, förvalta, hantera, förestå, manövrera, klara, klara av, klarar, möta
αντεπεξέρχομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pärjätä, jaksaa, keplotella, johtaa, harja, hoitaa, selviytyä, selviytymään, selvitä, vastata, selviämään
αντεπεξέρχομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klare, håndtere, at klare, at håndtere, imødegå
αντεπεξέρχομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dosáhnout, zvládnout, překlenout, přikrýt, vládnout, ovládat, vést, kontrolovat, řídit, dokázat, dovést, spravovat, zvládat, vyrovnat, vypořádat, vyrovnat se
αντεπεξέρχομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zarządzać, uporać, prowadzić, przykrycie, borykać, zdołać, dopiąć, administrować, władać, radzić, podołać, zwalczać, przykryć, gospodarować, wyznaczać, rozprawiać, radzić sobie, sprostać, poradzić, poradzić sobie
αντεπεξέρχομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vecsernyepalást, palást, összecsapás, összeütközés, megbirkózik, megbirkózni, megbirkózzon, kezelni, megbirkózzanak
αντεπεξέρχομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başarmak, başa çıkmak, baş, başa, üstesinden, mücadele
αντεπεξέρχομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
справитися, кожух, риза, упоратися, наручники, крити, будка, справлятися, впоратися, долати
αντεπεξέρχομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kontrolloj, administroj, përballoj, përballuar, të përballuar, përballen, të përballen
αντεπεξέρχομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
будка, справят, справи, справя, се справят, справим
αντεπεξέρχομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спраўляцца
αντεπεξέρχομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haldama, hakkama saama, toime tulla, toime, hakkama, tulla toime
αντεπεξέρχομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
upravljati, izaći na kraj, savladati, nositi, nositi se, nosi
αντεπεξέρχομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
takast, haga, takast á, að takast, að takast á, ráðið
αντεπεξέρχομαι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
curo, moderor
αντεπεξέρχομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susidoroti, įveikti, spręsti, susitvarkyti, kovoti
αντεπεξέρχομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vadīt, pārraudzīt, tikt galā, cīnīties, galā, tiktu galā, pārvarēt
αντεπεξέρχομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се справат, справат, да се справат, се справи, справување
αντεπεξέρχομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
face față, a face față, face, facă față, facă
αντεπεξέρχομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vést, dovést, kos, spopadati, obvladovati, obvladati, spopasti
αντεπεξέρχομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vedieť, ovládať, zvládnuť
Τυχαίες λέξεις