Правителство στα ελληνικά

Μετάφραση: правителство, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολίτευμα, καθεστώς, δίαιτα, κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, κρατικών, κυβερνητικές
Правителство στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • правило στα ελληνικά - αποφασίζω, ιθύνω, κανόνας, βασιλεύω, κανόνα, κράτους, κράτος, ...
  • правите στα ελληνικά - φυτίλι, φιτίλι, κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
  • правопис στα ελληνικά - ορθογραφία, ορθογραφικά, ορθογραφίας, την ορθογραφία, ορθογραφικό
  • правоприемник στα ελληνικά - αποδίδω, διορίζω, αναθέτω, εντολοδόχος, εκδοχέα, εκδοχέας, πληρεξούσιο, ...
Τυχαίες λέξεις
Правителство στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολίτευμα, καθεστώς, δίαιτα, κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, κρατικών, κυβερνητικές