Уединение στα ελληνικά
Μετάφραση: уединение, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απομόνωση, μυστικότητα, ησυχία, ιδιωτικής ζωής, Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ιδιωτική ζωή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- удостоверяване στα ελληνικά - βεβαίωση, βεβαίωσης, βεβαιώσεως, βεβαίωση που, πιστοποίησης
- удушения στα ελληνικά - στραγγάλισε, στραγγαλίστηκε, στραγγαλιστεί, στραγγαλισμό, στραγγαλίζεται
- ужас στα ελληνικά - πανικός, τρόμος, άγχος, πανικοβάλλω, φρίκη, τρόμου, φρίκης, ...
- ужасния στα ελληνικά - φοβισμένος, φοβερός, φοβερή, φοβερό, τρομερή, φοβερές
Τυχαίες λέξεις
Уединение στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απομόνωση, μυστικότητα, ησυχία, ιδιωτικής ζωής, Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ιδιωτική ζωή
Μεταφράσεις: απομόνωση, μυστικότητα, ησυχία, ιδιωτικής ζωής, Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ιδιωτική ζωή