Λέξη: όρκος
Σχετικές λέξεις: όρκος
όρκος σιωπής, όρκος φιλικών, όρκος του ιπποκράτη, όρκος της φιλικής εταιρείας, όρκος μάλαμας στίχοι, όρκος διδακτόρων, όρκος δικηγόρων, όρκος στρατού, όρκος του ιπποκράτη αρχαιο κειμενο, όρκος αθηναίων εφήβων, όρκος ιπποκράτη
Συνώνυμα: όρκος
επίσημη υπόσχεση, υπόσχεση με όρκο εις τον θεόν, αφιέρωμα, τάμμα, ορκωμοσία, βλασφημία
Μεταφράσεις: όρκος
όρκος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vow, oath, oath is, an oath, oath of
όρκος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
juramento, juramento de, el juramento, jurada
όρκος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fluch, gelöbnis, eid, geloben, gelübde, schwur, Eid, Schwur, Eides, Seid
όρκος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jurement, malédiction, imprécation, voeu, jurer, juron, foi, vouer, serment, promesse, sous serment, le serment, prêté serment
όρκος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bestemmia, giuramento, giurata, giuramento di, giurare
όρκος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
remo, jura, votar, voto, juramento, juramento de, o juramento
όρκος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eed, bezwering, ede, eed af, onder ede
όρκος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поклясться, ругательство, ругательный, клятва, божба, обет, клясться, присяга, богохульство, зарок, клятву, присяги, клятвы
όρκος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ed, eden, sverge
όρκος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ed, svordom, eden, under ed
όρκος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vala, kirous, pyhittää, kirota, noitua, vannoa, oath, valan, valaa
όρκος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ed, oath, under ed, aflægge ed
όρκος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nadávka, kletba, přísahat, zaklení, přísaha, slib, oath, přísahu, Slib, přísahou
όρκος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ślubowanie, przyrzeczenie, przysięga, ślub, ślubować, przekleństwo, oath, przysięgi, przysięgę
όρκος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eskü, esküt, eskü alatt, eskü alatt tett
όρκος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kasam, ant, yemin, yemini, oath, yemindir
όρκος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
божіння, удостойте, прокльону, прокльони, клятва, присяга, обітницю
όρκος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
be, betim, betimin, betimi, betimin e, betimi që
όρκος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клетва, клетвата, клетвена, под клетва
όρκος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прысяга, клятва, прысяга на, кляцьба
όρκος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vanne, tõotus, vande, ametivande, vande all, vandetõotuse
όρκος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kletva, prisega, zakletvu, zakletva, zavjet
όρκος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eiður, eið, sverja, eiðs, eiði, Eiður
όρκος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
votum, voveo
όρκος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priesaika, priesaikos, Priesaiką, imasi priesaikos
όρκος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zvērests, zvērestu, zvēresta
όρκος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заклетвата, заклетва, заколна, клетвата, свечена заклетва
όρκος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jurământ, jurământul, sub jurământ, propria răspundere, jurămînt
όρκος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
klení, zaklení, prisega, prisego, zaprisega, prisege
όρκος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sľub, nadávka, prísaha, přísaha, prísahy, prísahe