Épouvantail στα ελληνικά
Μετάφραση: épouvantail, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φόβος, εκφοβίζω, τρόμος, τρομάζω, σκιάχτρο, σκιάχτρου, Scarecrow, σκιάχτρο που, σκιάχτρα
Μεταφράσεις
- allusion στα ελληνικά - νύξη, υποδηλώνω, υπαινιγμός, υπόδειξη, υπαινιγμό, ίχνος
- ambulatoire στα ελληνικά - άστατος, ταραγμένος, μεταβλητός, κινητός, ευμετάβλητος, περιπατητικός, περιπατητική, ...
- appartenir στα ελληνικά - σχετίζομαι, ανήκω, ανήκουν, ανήκει, να ανήκουν, υπάγονται
- botaniste στα ελληνικά - βοτανολόγος, βοτανολόγο, βοτανολόγου, βοτανικός, ο βοτανολόγος
Τυχαίες λέξεις
Épouvantail στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φόβος, εκφοβίζω, τρόμος, τρομάζω, σκιάχτρο, σκιάχτρου, Scarecrow, σκιάχτρο που, σκιάχτρα
Μεταφράσεις: φόβος, εκφοβίζω, τρόμος, τρομάζω, σκιάχτρο, σκιάχτρου, Scarecrow, σκιάχτρο που, σκιάχτρα