Λέξη: ονειδίζω
Συνώνυμα: ονειδίζω
ψέγω, υβρίζω, αναθεωρώ
Μεταφράσεις: ονειδίζω
ονειδίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vituperate, twit, revise
ονειδίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estafermo, imbécil, tuit, el twit, berzotas
ονειδίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Trottel, Depp, twit, Schwachkopf, Idiot
ονειδίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
censurer, chapitrer, injurier, outrager, fronder, insulter, vitupérer, admonester, blâmer, crétin, idiot, twitter, twit, Partager avec Twitter
ονειδίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vituperare, rimproverare, Twit, idiota, del Twit, cretino
ονειδίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
repreender, zombar, twit, idiota, o twit
ονειδίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwijt, twit, twit van, van Twit, Tjilpen van Twit
ονειδίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бранить, упрек, твит, кретин, колкость, обалдуй
ονειδίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
twit, tosk
ονειδίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
twit, PIKA, idiot, twit till
ονειδίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pöhkö, kiusata, typerys, twit, nuija
ονειδίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skvat, twit, vit, virre
ονειδίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kárat, nadávat, urážet, hanit, tupit, hanět, pitomec, spisovnou, výčitka
ονειδίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ganić, lżyć, kląć, dureń, wymawiać, twit, wyśmiać, gąską
ονειδίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bosszant, twit, balfácán, balfék, seggfej
ονειδίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
budala, twit, aptal, keçinin teki, azarlamak
ονειδίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
телячий, докір, закид
ονειδίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tallje, qortim, qortoj
ονειδίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
упреквам, подигравка, натяквам, закачам, нервно състояние
ονειδίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
папрок, дакор, яго папрок, закід
ονειδίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vitrioliõli, väävelhape, idioot, Kiusata, näägutus, Piikitellä, näägutama
ονειδίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ismijavati, koriti, glupan, prigovarati, ukor
ονειδίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
twit
ονειδίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tyčiotis, Wyśmiać, patyčios, Izsmiet
ονειδίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izsmiet, izsmiekls, pārmetums, pārmest
ονειδίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
закачка, twit, твитај, закачам, глупак
ονειδίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mustra, Twit, dojeni, dojană, imputare
ονειδίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Ukor, Twit, Ismijavati
ονειδίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tupiť, hlupák, pitomec, blbec, hlúpy