Adosser στα ελληνικά

Μετάφραση: adosser, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μένω, κλίνω, ευτελής, βάθρο, άπαχος, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, ακουμπώ, γέρνω, υπόλοιπος, ψαχνό, άπαχο, σε άπαχο, άπαχου, άπαχα
Adosser στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adosse στα ελληνικά - κλίνει, κάθηται
  • adossent στα ελληνικά - άπαχος, κλίνω, ακουμπώ, γέρνω, αποθετήρια έγγραφα, παραστατικών πιστοποιητικών, παραστατικά πιστοποιητικά, ...
  • adossez στα ελληνικά - γέρνω, ακουμπώ, άπαχος, κλίνω, άπαχο πίσω, μάθετε πίσω, ακουμπήσετε πίσω, ...
  • adossons στα ελληνικά - ακουμπώ, άπαχος, κλίνω, γέρνω
Τυχαίες λέξεις
Adosser στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μένω, κλίνω, ευτελής, βάθρο, άπαχος, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, ακουμπώ, γέρνω, υπόλοιπος, ψαχνό, άπαχο, σε άπαχο, άπαχου, άπαχα