Λέξη: συνδετικός

Σχετικές λέξεις: συνδετικός

συνδετικός λειτουργός, συνδετικός κρίκος αγγλικά, συνδετικός κρίκος, συνδετικός ιστός, συνδετικός συνώνυμα

Μεταφράσεις: συνδετικός

συνδετικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
connective, connecting, conjunctive, ligamentous, copulative

συνδετικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conectivo, conjuntivo, conectivos, conectiva

συνδετικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verbindende, verbindend, Binde-, Binde, Bindegewebe

συνδετικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conjonction, raccordement, conjonctif, conjonctifs, connectif

συνδετικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
connettivo, connettivi, connettivale, connettiva

συνδετικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conjuntivo, conectivo, conexivo, conjuntivos, conectivos

συνδετικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bindweefsel, verbindende, bind-, connective, bind

συνδετικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
связующий, соединительный, соединительной, соединительная, соединительную, соединительных

συνδετικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
connective, binde, forbindelses, bindevev

συνδετικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bind, connective, sammanbindande, bindväv, bindvävs

συνδετικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väliosa, välikappale, liitin, sidesana, kiinnike, yhdistävä, side-, connective, sidekudoksen, sidekudosten

συνδετικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bindevæv, binde-, forbindende, forbindelsesdelen, connective

συνδετικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spojka, spojovací, pojivové, pojivová, pojivových, pojivovou

συνδετικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spójnik, łączący, łącznej, łączna, łączną

συνδετικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összekötő, köt, kötőszöveti, kötőszövet, kötő-

συνδετικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağlayıcı, birleştirici, bağ, konnektif

συνδετικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сполучний, з'єднувальний, зчіпний, з'єднуючий

συνδετικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lidhës, lidhor, lidhëz, lidhorë, bashkues

συνδετικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съединителната, съединителна, на съединителната, съединително

συνδετικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
злучальны, злучальных, злучальнае

συνδετικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ühendav, seostav, sidekoe, skeleti, side-

συνδετικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vezivni, vezivnih, vezivnog, vezivno, vezivnoga, vezivnom

συνδετικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bandveflarprótín

συνδετικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jungiamasis, jungiamojo, ir jungiamojo, jungiamieji, jungiamųjų

συνδετικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
savienojošs, saistaudu, zemādas, savienotājaudu, radniecība

συνδετικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сврзното, сврзно, сврзните, сврзувачко, сврзни

συνδετικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conjunctiv, conjunctive, conectiv, de legatura

συνδετικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spojka, vezivno, vezno, vezivnega, veznega, vezna

συνδετικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spojka, spojovacie, spojovací, spojovacia, spojovacej, spojovaciu
Τυχαίες λέξεις