Coincer στα ελληνικά

Μετάφραση: coincer, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνωστισμός, σφήνα, γόμφος, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Coincer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • coin-repas στα ελληνικά - μικρό δωμάτιο φαγητού, dinette
  • coince στα ελληνικά - κολλήσει, κολλημένοι, κόλλησε, κολλημένο, κολλημένος
  • coincé στα ελληνικά - λανθάνον, έλικος, έλικας, κλώνου, λανθάνοντος
  • coing στα ελληνικά - κυδώνι, κυδώνια, κυδωνιά, κυδωνιού, κυδωνιές
Τυχαίες λέξεις
Coincer στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνωστισμός, σφήνα, γόμφος, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα