Λέξη: κοροϊδεύω

Σχετικές λέξεις: κοροϊδεύω

κοροϊδεύω ετυμολογια, κοροϊδεύω ποιήματα, κοροϊδεύω αγγλικά, κοροϊδεύω στα αγγλικά, κοροϊδεύω συνώνυμα, κοροϊδεύω συλλαβισμός

Συνώνυμα: κοροϊδεύω

αστειεύομαι, απατώ, αψηφώ, εμπαίζω, διακωμωδώ, περιπαίζω, περιγελώ, ξεγελώ

Μεταφράσεις: κοροϊδεύω

κοροϊδεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fool, dupe, spoof, mock, razz

κοροϊδεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
engañar, incauto, inocentón, víctima, dupe

κοροϊδεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verrückt, dummer, dummkopf, blödel, dummbart, dumme, narr, depp, clown, narren, Gefoppte, überlisten, übertölpeln, dupe

κοροϊδεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gille, aliéné, escroquer, arlequin, idiot, bouffon, mystifier, sot, duper, tromper, décevoir, pitre, carotter, dupe, débile, fou, la dupe

κοροϊδεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scemo, babbeo, idiota, sciocco, pazzo, dupe, vittima, ingannare, controtipo

κοροϊδεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tolo, comida, imbecil, alimento, joguete, dupe, ingênuo, enganar, internegativo

κοροϊδεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
malloot, domkop, domoor, clown, dwaas, sufferd, stomkop, hansworst, stommeling, schaapskop, zot, dupe, pineut, dupe te, de dupe, bedrogene

κοροϊδεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шут, обдурить, дурень, дурачить, баклуши, дурак, глупить, хитрить, олух, балаганить, баловаться, обманывать, морочить, придурок, упускать, одурачивать, простофиля, обмануть, боян, жертва обмана, дубликат

κοροϊδεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tosk, bedra, lettlurt, lure, dupe, narre, unngå dubletter

κοροϊδεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tok, narr, lura, dupe, dupera, lättlurad person, lättlurad

κοροϊδεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ilvehtijä, ilveillä, narri, houkkio, hupsu, hölmö, huiputtaa, Dupe, hämätä, hyväuskoinen hölmö

κοροϊδεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fjols, dupe, narre, dup, godtroende fjols

κοροϊδεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podvést, šašek, ošidit, ošálit, klaun, obloudit, oklamat, bláznivý, debil, hlupák, blázen, napálit, dupe

κοροϊδεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
głupieć, durzyć, głupiec, głuptas, pozorować, błazen, wygłupiać, wariat, ogłupiać, oszukiwać, błaznować, oszukać, żartowniś, głupek, błaźnić, majstrować, naiwniaczek, bajtlować, wystrychnąć na dudka, ofiara oszustwa

κοροϊδεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyümölcskrém, balek, dupe, rászed, balekja

κοροϊδεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
enayi, Dupe, belirlemek dupe, bir dupe, aldatılmış kimse

κοροϊδεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дурний, обдурювати, обманювати, дурисвіт, дурень, простак, роззява, простофіля, бевзю, бовдур

κοροϊδεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dede, viktimë, i humbur, leshko

κοροϊδεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
глупях, будала, Dupe, мамя, подлъгвам, лековерен човек

κοροϊδεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
недарэка, разявакам, лабідуда, разявака

κοροϊδεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ullike, haneksvõetu, Huiputtaa, dupe, Narri, Hämätä

κοροϊδεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
luda, ludovati, obmanjivanje, luđak, lud, nasamariti, dupe, lakovjeran, nasamaren čovjek, lakovjeran čovjek

κοροϊδεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
asni, auli, fífl, kjáni, Dupe

κοροϊδεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kvailys, naivuolis, dupe, apgautasis, apmauti, apdumti kam akis

κοροϊδεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piekrāptais, dupe, krāpt, piemuļķotais

κοροϊδεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
будала, жртва

κοροϊδεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bufon, prost, înșela, dupe, naiv, șmecheri, fraierul

κοροϊδεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
blázen, bedak, dupe, tepec, Dvojna zveza, Dvojna zveza in, Nasamariti

κοροϊδεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
blázon, napáliť, napálit, oklamať, dobehnúť, napálili
Τυχαίες λέξεις