Entassement στα ελληνικά

Μετάφραση: entassement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναρμολόγηση, συσσώρευση, συρροή, σύναξη, υπερπληθυσμός, συνωστισμός, υπερπληθυσμού, συνωστισμό, συνωστισμού
Entassement στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abstenues στα ελληνικά - απείχαν, αποχή, απείχε, απείχα, απείχαμε
  • acérée στα ελληνικά - αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό
  • asthmatique στα ελληνικά - ασθματικός, ασθματικών, ασθματική, ασθματικά, ασθματικούς
  • chiner στα ελληνικά - κακολογώ, αντικέ, antiquing
Τυχαίες λέξεις
Entassement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναρμολόγηση, συσσώρευση, συρροή, σύναξη, υπερπληθυσμός, συνωστισμός, υπερπληθυσμού, συνωστισμό, συνωστισμού