Λέξη: ταραχώδης

Σχετικές λέξεις: ταραχώδης

ταραχώδησ συνώνυμα

Συνώνυμα: ταραχώδης

οχλαγωγικός, δυσχερής, ενοχλητικός, δεινός, φιλοτάραχος, φουρτουνιασμένος, θορυβώδης, αφηνιασμένος, βίαιος

Μεταφράσεις: ταραχώδης

ταραχώδης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rowdy, turbulent, tumultuous, riotous, obstreperous, troublous

ταραχώδης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
turbulento, turbulenta, turbulentos, turbulencia, turbulentas

ταραχώδης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
radaubruder, schläger, rowdy, rohling, raufbold, turbulent, turbulenten, turbulente, turbulenter, turbulentes

ταραχώδης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brute, tapageur, voyou, chahuteur, bagarreur*, bruyant, turbulent, turbulente, mouvementée, turbulence, turbulents

ταραχώδης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiassoso, turbolento, turbolenta, turbolenti, turbolenza, turbolente

ταραχώδης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
turbulento, turbulenta, turbulência, turbulentos, turbulent

ταραχώδης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woesteling, woelig, onstuimig, turbulente, turbulent, woelige

ταραχώδης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шумный, дебошир, скандалист, скандальный, буян, безобразник, хулиган, разнузданный, бузотёр, буйный, турбулентный, турбулентного, турбулентное, турбулентной, турбулентным

ταραχώδης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bølle, turbulent, turbulente, urolig, urolige

ταραχώδης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
turbulent, turbulenta, ett turbulent, oroliga, turbulens

ταραχώδης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
öykkäri, remuava, turbulentti, myrskyisä, pyörteisen, myrskyisän, turbulentin

ταραχώδης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
turbulent, turbulente, urolige, turbulens

ταραχώδης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výtržník, hlučný, turbulentní, neklidný, turbulentním, bouřlivé, neklidné

ταραχώδης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chuligan, awanturnik, hałaśliwy, grandziarz, awanturniczy, burzliwy, niespokojny, turbulentny, burzliwe, burzliwej

ταραχώδης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
turbulens, viharos, zavaros, a turbulens, zűrzavaros

ταραχώδης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
külhanbeyi, çalkantılı, türbülanslı, türbülans, çalkantılı bir, türbülanslı bir

ταραχώδης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шумливий, шумкий, хуліган, турбулентний

ταραχώδης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i trazuar, trazuar, turbullt, e trazuar, të trazuar

ταραχώδης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
турбулентен, бурен, бурна, бурната, турбулентно

ταραχώδης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
турбулентны, турбулентных

ταραχώδης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tormine, rahutu, turbulentne, tormiline, turbulentse

ταραχώδης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
larmadžija, grubijan, neotesanac, turbulentan, burna, turbulentno, turbulentna, turbulentni

ταραχώδης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stormasamt, iðustreymi, sviptingar, mikilla, hringiðandi

ταραχώδης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
turbulentinis, Turbulencija, turbulentinio, sūkurinis, audringa

ταραχώδης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vētrains, nepakļāvīgs, trauksmains, turbulentu, turbulentā

ταραχώδης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
турбулентен, турбулентни, турбулентните, турбулентна, турбулентно

ταραχώδης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
huligan, turbulent, turbulentă, turbulente, turbulenta, agitată

ταραχώδης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
burno, turbulentno, turbulentni, turbulentna, turbulenten

ταραχώδης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výtržník, turbulentné, turbulentný, turbulentnej, turbulentných, turbulentná
Τυχαίες λέξεις