Impact στα ελληνικά

Μετάφραση: impact, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαϊδεύω, ορμή, κρούση, εγκεφαλικό, χτύπημα, σύγκρουση, επίδραση, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο
Impact στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bêlent στα ελληνικά - στενάζω, μουγκρητό, μουγκρίζω, βέλασμα, βελάζω
  • chirurgical στα ελληνικά - χειρουργικός, χειρουργική, χειρουργικές, χειρουργικών, χειρουργικής
Τυχαίες λέξεις
Impact στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαϊδεύω, ορμή, κρούση, εγκεφαλικό, χτύπημα, σύγκρουση, επίδραση, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο