Λέξη: συνολικός

Σχετικές λέξεις: συνολικός

συνολικός υετός, συνολικός πληθυσμός της γης, συνολικός αριθμός δημοσίων υπαλλήλων, συνολικός αριθμός επιχειρήσεων στην ελλάδα, συνολικός αριθμός συνταξιούχων, συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας, συνολικός κύκλος εργασιών, συνολικός δείκτης απήχησης, συνολικός επενδυτικός κίνδυνος, συνολικός αριθμός εργαζόμενων στη διαμαντής μασούτης α.ε.

Συνώνυμα: συνολικός

ολόκληρος, ολικός

Μεταφράσεις: συνολικός

συνολικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
overall, total, aggregate

συνολικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
global, entero, total, total de, totales, total del, cantidad

συνολικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schutzanzug, arbeitskittel, overall, gesamt, ganz, allumfassend, total, Summe, Gesamtsumme, Gesamtmenge

συνολικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
absolu, global, casaque, entier, général, salopette, forfaitaire, combinaison, ensemble, parfait, complet, intégral, total, totale, total de, au total, tout

συνολικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
camice, complessivo, globale, totale, grembiule, complessiva, totale di, complessivamente

συνολικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
total, sobre, inteiro, todo, totalitário, total de, dadas, totais, global

συνολικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vol, volkomen, gans, algeheel, geheel, totaal, compleet, volslagen, totale, in totaal, de totale, volledige

συνολικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
всесторонний, всеобщий, сплошной, всюду, общий, всеобъемлющий, полный, совместный, предельный, нарицательный, общая, общее, полная, общей сложности

συνολικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
generell, total, totalt, totale, samlet

συνολικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
allmän, total, generell, hel, totalt, totala, sammanlagda, sammanlagt

συνολικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yleinen, koko, yhteensä, kokonaispistemäärään, kokonais

συνολικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hel, samlede, alt, total, samlet, i alt

συνολικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
celkový, paušální, úplný, dohromady, kombinéza, souhrnný, montérky, celkem, celková, celkové, součet

συνολικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
całkowity, całościowy, ogólny, kitel, kitla, kombinezon, chałat, łączny, całkowita, łączna

συνολικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
általában, átfogó, iskolaköpeny, munkaköpeny, teljes, összesen, összes, a teljes, összesített

συνολικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
toplam, Mesaj, Total, Mesaj adeti

συνολικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
всюди, спільний, загальний, спільну, Загальна, загального

συνολικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
total, përgjithshme, e përgjithshme, gjithsej, anëtarësimin e përgjithshme

συνολικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
общо, общия, Общият, общ, Общият брой

συνολικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агульны, агульную, агульная

συνολικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tunked, türp, kogusumma, summaarne, täielik, kokku, kõigi

συνολικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potpune, sveobuhvatnom, ukupno, ukupna, ukupni, ukupan, ukupne

συνολικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
alls, Heildarkostnaður

συνολικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
visas, suma, bendras, viso

συνολικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kopsumma, kopējais, kopējā, kopējo, kopējās

συνολικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Вкупниот, вкупно, вкупната, вкупното, Вкупно со

συνολικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
complet, total, totale, totală, numărul total, numărul total de

συνολικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skupno, skupaj, skupni, skupna, celotni

συνολικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
celkový, celkom, Spolu, celkovo, všetkých, celkového počtu
Τυχαίες λέξεις