Intimité στα ελληνικά

Μετάφραση: intimité, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, αυτοπεποίθηση, μυστικότητα, ησυχία, ιδιωτικής ζωής, Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ιδιωτική ζωή
Intimité στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brutaliser στα ελληνικά - νταής, κακομεταχειρίζομαι, θρασύδειλος, αποκτηνώ, αποκτηνώνω, κακοποιούν, κακοποιούν τους, ...
  • catégorisent στα ελληνικά - κατηγοριοποίηση, κατηγοριοποιήσετε, κατηγοριοποιούν, κατηγοριοποιήσει, κατηγοριοποιήσουν
Τυχαίες λέξεις
Intimité στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, αυτοπεποίθηση, μυστικότητα, ησυχία, ιδιωτικής ζωής, Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ιδιωτική ζωή