Occasionnellement στα ελληνικά

Μετάφραση: occasionnellement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πότε-, περιοδικά, ενίοτε, περιστασιακά, κατά καιρούς, καιρούς, μερικές φορές
Occasionnellement στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adossèrent στα ελληνικά - έγειρε, ακούμπησε, Στηρίχτηκε, έγειρε στον, Ακούμπησα
  • ascèse στα ελληνικά - ασκητισμός, ασκητισμού, ασκητισμό, τον ασκητισμό, ο ασκητισμός
  • compensant στα ελληνικά - συμψηφισμός, συμψηφισμό, αντιστάθμιση, συμψηφισμού, αντιστάθμισης
Τυχαίες λέξεις
Occasionnellement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πότε-, περιοδικά, ενίοτε, περιστασιακά, κατά καιρούς, καιρούς, μερικές φορές