Λέξη: αυθάδεια
Σχετικές λέξεις: αυθάδεια
αυθάδεια ετυμολογία, ισοκράτης αυθάδεια, αυθάδεια συνώνυμο, αυθάδεια βικιλεξικο, αυθάδεια ορισμός, αυθάδεια παιδιών, παιδί αυθάδεια
Συνώνυμα: αυθάδεια
σάλτσα, θράσος, θρασύτητα, πρόωρη ανάπτυξη, τσαχπινιά, αγένεια, αναίδεια, προθυμία
Μεταφράσεις: αυθάδεια
αυθάδεια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insolence, impertinence, forwardness, precocity, effrontery, audacity
αυθάδεια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impertinencia, desvergüenza, descaro, insolencia, impudencia, petulancia, adelantamiento, precocidad, atrevimiento, el atrevimiento, el descaro
αυθάδεια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dreistigkeit, zumutung, keckheit, impertinenz, unverschämtheit, frechheit, Dreistigkeit, Vorwitz, forward, forwardness, Frühzeitigkeit
αυθάδεια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inconvenance, impudence, insolence, impertinence, effronterie, incongruité, précocité, audace, empressement, hardiesse
αυθάδεια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impertinenza, insolenza, esser avanti, forwardness, sfrontatezza, prontezza, precocità
αυθάδεια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
petulância, presteza, forwardness, atrevimento, desenvoltura
αυθάδεια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
brutaliteit, vrijpostigheid, hondsheid, vooruitstrevenheid, forwardness, volvaardigheid
αυθάδεια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бесстыдство, неуместность, дерзость, наглость, нахальство, грубость, развязность
αυθάδεια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forward, forwardness
αυθάδεια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
FRAMFUSIGHET, TIDIGHET, NÄSVISHET, forwardness, BEREDVILLIGHET
αυθάδεια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hävyttömyys, julkeus, röyhkeys, intoon, forwardness, edistyneisyys, edistyksellisyytensä
αυθάδεια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forwardness
αυθάδεια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neslušnost, neomalenost, nestydatost, nestoudnost, drzost, pokročilost, vyspělosti
αυθάδεια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zuchwalstwo, niestosowność, bezczelność, śmiałość, przedwczesność, impertynencja, forwardness, wypchnięcie
αυθάδεια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pimaszság, haladás
αυθάδεια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
küstahlık, ilerleme, forwardness, hazır olma, cüret
αυθάδεια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
устілка, самозванець, творець, розв'язність, розбещеність
αυθάδεια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gatishmëri, guxim
αυθάδεια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дързост, готовност, ранно развитие, напреднало състояние
αυθάδεια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
развязнасці
αυθάδεια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põlgus, varaküpsus, nipsakus, forwardness, Isoleeritus, Röyhkeys
αυθάδεια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oholost, neodgojenost, drskost, spremnost
αυθάδεια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hroki, forwardness
αυθάδεια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasirengimas, Anksčiau plėtra, Ankstyvas vystymasis, Drąsiai, Ankstyvas
αυθάδεια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
priekšlaicīga attīstība, priekšlaicīga
αυθάδεια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
forwardness
αυθάδεια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
insolenţă, înaintare, precocitate, promptitudine, îndrăzneală, grabă
αυθάδεια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
forwardness
αυθάδεια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pokročilosť, pokročilosti, stavu dokončenosti, dokončenosti, stav pokročilosti
Τυχαίες λέξεις