Scintillement στα ελληνικά
Μετάφραση: scintillement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστραφτερός, αφρώδης, λαμποκοπώ, αστράφτω, γυαλίζω, λαμπερός, λάμπω, απαστράπτω, σπινθηροβόλος, λάμψη, glitter, γκλίτερ, ακτινοβολεί, χρυσόσκονη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amoral στα ελληνικά - άσχετος με την ηθική, ανήθικη, ανήθικο, αμοραλιστική, ανήθικης
- armant στα ελληνικά - οπλισμού, οπλισμό, όπλιση, οπλισμός, όπλισης
- comédien στα ελληνικά - καμώματα, παίκτης, ηθοποιός, ηθοποιό, παράγοντα, φορέα, παράγοντας
Τυχαίες λέξεις
Scintillement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστραφτερός, αφρώδης, λαμποκοπώ, αστράφτω, γυαλίζω, λαμπερός, λάμπω, απαστράπτω, σπινθηροβόλος, λάμψη, glitter, γκλίτερ, ακτινοβολεί, χρυσόσκονη
Μεταφράσεις: αστραφτερός, αφρώδης, λαμποκοπώ, αστράφτω, γυαλίζω, λαμπερός, λάμπω, απαστράπτω, σπινθηροβόλος, λάμψη, glitter, γκλίτερ, ακτινοβολεί, χρυσόσκονη