Λέξη: αστικός
Σχετικές λέξεις: αστικός
αστικός τουρισμός, αστικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης, αστικός κώδικας στα αγγλικά, αστικός συνεταιρισμός κοινωνικού σκοπού, αστικός μύθος, αστικός εξοπλισμός, αστικός κώδικας, αστικός συνεταιρισμός, αστικός κώδικας σωματεία, αστικός κώδικας 2013 pdf
Συνώνυμα: αστικός
πολιτικός, ευγενικός, ευγενής, εμφύλιος, ουρβανός, πόλεως
Μεταφράσεις: αστικός
αστικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
urban, civil, city, street
αστικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
municipal, urbano, urbana, urbanos, urbanas
αστικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
städtisch, kommunal, Stadt-, Stadt, städtischen
αστικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
urbain, citadin, municipal, bourgeois, urbaine, urbaines, urbains, milieu urbain
αστικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cittadino, urbano, urbana, urbani, urbane, urbanistica
αστικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
urbano, urânio, urbana, urbanos, urbanas
αστικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stedelijk, stads, stedelijke, de stedelijke, stad stedelijk, stad
αστικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
городской, городского, городских, городская, городское
αστικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bymessig, urban, urbane, urbant, byplan
αστικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
urbana, urban, stads-, stads, städerna
αστικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
urbaani, kaupunki-, kaupunkien, kaupunkialueiden, kaupunkialueilla, urban
αστικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
urban, byerne, byområder, i byerne, urbane
αστικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
městský, městské, městská, městských, měst
αστικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wielkomiejski, miejski, urbanistyczny, miejskich, miejskiego, miejskie, miejska
αστικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
városi, a városi, települési, város, városok
αστικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kentsel, kent, şehir, kentli
αστικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
міський, міської, міська, міській, міського
αστικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
urban, urbane, urbanistik, zonat urbane, qytet
αστικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
градски, градска, градската, градско, градския
αστικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарадской, гарадскі, гарадзкі, гарадзкой, гарадскога
αστικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uranus, linna-, linna, linnade, linnamängude, linnalise
αστικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
urbanistička, urbanog, urbano, urbane, urbanu, urbani, urbana, urbanim
αστικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þéttbýli, þéttbýlis, borgum, í þéttbýli, borgar
αστικός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
urbanus
αστικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
miesto, miestų, mieste, miestuose, miejsko
αστικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pilsētas, pilsētu, pilsētvides, komunālo, pilsētās
αστικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
урбанистички, урбани, урбан, урбаната, урбаните
αστικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
urban, urbane, urbană, urbana, mediul urban
αστικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
urban, mestni, urbano, urbana, urbani
αστικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mestský, mestské, mestskú
Στατιστικά δημοτικότητας: αστικός
Τυχαίες λέξεις