Travail στα ελληνικά
Μετάφραση: travail, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοπιάζω, πόστο, δουλεύω, κατάσταση, εργασία, κατάληψη, κόπος, θέση, γραμμή, εργάζομαι, καθήκον, δουλειές, αγγαρεία, επιχείρηση, κατοχή, υπόθεση, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agitation στα ελληνικά - κυκλοφορία, βράζω, αναταραχή, ντόρος, ενόχληση, μπελάς, αναδεύω, ...
- agneau στα ελληνικά - πρόβατο, αρνί, πρόβατα, αρνιού, αμνού, αμνών, αρνάκι
- assassinez στα ελληνικά - φόνος, σκοτώνω, δολοφονήσει, δολοφονήσουν, τη δολοφονία, δολοφονήσει τον, δολοφονία του
Τυχαίες λέξεις
Travail στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοπιάζω, πόστο, δουλεύω, κατάσταση, εργασία, κατάληψη, κόπος, θέση, γραμμή, εργάζομαι, καθήκον, δουλειές, αγγαρεία, επιχείρηση, κατοχή, υπόθεση, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Μεταφράσεις: κοπιάζω, πόστο, δουλεύω, κατάσταση, εργασία, κατάληψη, κόπος, θέση, γραμμή, εργάζομαι, καθήκον, δουλειές, αγγαρεία, επιχείρηση, κατοχή, υπόθεση, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται