Λέξη: κάλτσα

Σχετικές λέξεις: κάλτσα

κάλτσα με σιλικόνη, κάλτσα σιλικόνης, κάλτσα στα ελληνικά, κάλτσα για καλώδια, κάλτσα συμπίεσης varisan, κάλτσα ελληνικά, κάλτσα αγγλικά, κάλτσα ονειροκρίτης, κάλτσα διαβαθμισμένης συμπίεσης, κάλτσα καλωδίων

Συνώνυμα: κάλτσα

σωλήν εύκαμπτος, σωλήνας εύκαμπτος, μανίκα, καλσό, δυνατό χτύπημα, κοντή κάλτσα, δυνατό κτύπημα, κάλτσα ανδρική, πάτος, γυναικεία κάλτσα

Μεταφράσεις: κάλτσα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sock, stocking, hose, of sock, the sock
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calcetín, del calcetín, media, calcetín de, el calcetín
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlagen, socke, faustschlag, hauen, socken, Socke, Strumpf, Socken
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chaussette, battement, chaussettes, sock, la chaussette, chaussette de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calzetta, calzino, calza, sock, del calzino, il calzino
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sociedade, meia, peúga, palmilha, da peúga, sock
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sok, sokken, sock, sok van, De sok
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
побить, сошник, стелька, сандалия, носок, носка, фондовой, носки, носков
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sokk, sokken, sock, sokke
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
socka, strumpa, sock, strumpan, sockan
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sukka, iskeä, sock, sukan, sukat, sukkaa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sok, sock, sokken, strømpen, strømpe
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ponožka, ponožky, ponožku, sock, ponožek
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skarpetka, skarpeta, fagas, skarpety, sock, wkładek
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zokni, zoknit, harisnya, sock
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çorap, sock, bir çorap, soket çorap
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шкарпетка, сошник, побити, шкарпетку, носок
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çorape, çorap, goditje, çorapë, sock, gjurmashkë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чорап, чорапи, чорапи за, чорапа
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шкарпэтку, насок, шкарпэтка, носок
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rusikahoop, sokk, äigama, sokid, sisetald, soki
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izlemati, pravo, čarapa, čarapu, čarape, je čarapa
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sokkur, sokkar, sokkurinn, SOKKA, og sokkur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
puskojinė, įklotė, kojinės, kojinių, kojinė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zeķe, zeķu, zeķes
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чорап, чорапа, чорапот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
şosetă, ciorap, șosetă, șosete, soseta, ciorap de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nogavica, nogavice, nogavic, sock, Kratka nogavica
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
horda, ponožka, ponožky
Τυχαίες λέξεις