Vanille στα ελληνικά

Μετάφραση: vanille, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βανίλια, βανίλιας, τη βανίλια, vanilla, η βανίλια
Vanille στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accoutumance στα ελληνικά - έξη, συνήθεια, εξάρτηση, εθισμός, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, ...
  • acquittée στα ελληνικά - καταβάλλεται, που καταβάλλονται, καταβάλλονται, καταβληθεί, καταβλήθηκε
  • arras στα ελληνικά - τάπητας τοίχου, Arras, Αρράς, το Arras, Αράς
  • cavé στα ελληνικά - σπήλαιο, σπηλιά, ΣΠΗΛΑΙΟ, CAVE, ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ
Τυχαίες λέξεις
Vanille στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βανίλια, βανίλιας, τη βανίλια, vanilla, η βανίλια