Λέξη: θάμνοι

Σχετικές λέξεις: θάμνοι

θάμνοι με λουλούδια, θάμνοι για σκιερά μέρη, θάμνοι αειθαλείς, θάμνοι για περίφραξη, θάμνοι της κύπρου, θάμνοι για φράχτες, θάμνοι και δέντρα στην ελλάδα, θάμνοι της ελλάδας, θάμνοι για μπαλκόνι, θάμνοι καλλωπιστικοί

Συνώνυμα: θάμνοι

χαμόκλαδα

Μεταφράσεις: θάμνοι

θάμνοι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scrub, shrubbery, shrubs, bushes

θάμνοι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fregado, fregar, arbustos, los arbustos, matorrales, maleza, de arbustos

θάμνοι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gestrüpp, unterholz, busch, Sträucher, Büsche, Buschwerk, Gesträuch, Gebüsch

θάμνοι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brousse, arbuste, broussailles, annuler, brosse, écurer, maquis, lessivage, récurer, buisson, balai, massif d'arbustes, arbustes, buissons, bosquet, des arbustes

θάμνοι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
boscaglia, raschiare, arbusti, cespugli, boschetto, shrubbery, piantagione di arbusti

θάμνοι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
matagal, arbustos, shrubbery, bosque, moite de arbustos

θάμνοι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
struikgewas, heesters, struiken, shrubbery, bosgebieden met vooral struikgewas

θάμνοι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
щетина, уволить, куст, кустарник, драить, скрести, тереть, поденщик, бурьян, чистить, надраить, поросль, кустарников, кустарники, кустарника, кустики

θάμνοι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skure, busk, buskas, busker, shrubbery, kratt

θάμνοι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skura, buskage, buskar, buskarna, shrubbery, sly

θάμνοι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kitkeä, pestä, kuurata, jynssätä, pensaikko, pensaat, pensaita, shrubbery, pensaan

θάμνοι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
buskads, buske, buskadser, shrubbery, krat

θάμνοι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
koště, kartáč, kartáček, vydrhnout, křoví, křoviny, buš, drhnout, křovina, keře, křovin

θάμνοι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skrobać, pucować, czyścić, miotła, chaszcze, szorować, busz, krzak, ścierać, szczotka, szorowanie, doszlifować, wyszorować, zagajnik, krzewy, zarośla, shrubbery, krzewów

θάμνοι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
játékos, sikálás, súrolás, bozót, bokrok, cserjék, bokrok közé, bozótos

θάμνοι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çalı, çalılık, fundalık, Shrubbery, fundalar, The Shrubbery

θάμνοι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звільнити, чагарник, скребти, труться, щетина, кущі, кущ

θάμνοι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkorret, shkurrnajë

θάμνοι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
храсталак, храсти, храстите, Санди е, градинка

θάμνοι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хмызняк, кустоўе, хмыз, кусты, хмызьняк

θάμνοι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
küürima, nühkima, põõsastik, põõsastiku, Põõsas grupp, Pensaikko

θάμνοι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pročišćavati, prečistiti, šikara, grmlje, ukrasno grmlje, grmlja, ševar

θάμνοι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjarrið

θάμνοι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
krūmai, krūmokšnynas, krūmynas, Zagajnik, krūmų

θάμνοι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atcelt, krūmājs, krūmi, krūmiem

θάμνοι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
грмушки, храсталак

θάμνοι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
boschet, arbuști, tufișuri, arbusti, tufari

θάμνοι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ribati, grmičevje

θάμνοι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
drhnutí, kroviny, kríky, kosodrevina

Στατιστικά δημοτικότητας: θάμνοι

Τυχαίες λέξεις