Ätzmittel στα ελληνικά
Μετάφραση: ätzmittel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καυστικός, σαρκαστικός, καυστικές ουσίες, καυστικά, καυστικών, caustics, εστιακή κηλίδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- artefakt στα ελληνικά - τεχνούργημα, Αντικειμένου, τεχνουργήματος, τέχνημα, τεχνητό
- ausgerottet στα ελληνικά - εξαλειφθεί, εκριζωθεί, εξαλειφθούν, την εξάλειψη, εξαλείφθηκε
- bewaffnend στα ελληνικά - οπλισμού, οπλισμό, όπλιση, οπλισμός, όπλισης
- bilateral στα ελληνικά - διμερής, διμερείς, διμερών, διμερή, διμερούς
Τυχαίες λέξεις
Ätzmittel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καυστικός, σαρκαστικός, καυστικές ουσίες, καυστικά, καυστικών, caustics, εστιακή κηλίδα
Μεταφράσεις: καυστικός, σαρκαστικός, καυστικές ουσίες, καυστικά, καυστικών, caustics, εστιακή κηλίδα