Λέξη: παρασύρω

Σχετικές λέξεις: παρασύρω

παρασύρω παρατατικος, παρασύρω συνώνυμο, παρασύρω στα αγγλικά, παρασύρω αγγλικά, παρασύρω συνώνυμα, παρασύρω κλιση, παρατηρώ στα αγγλικα

Συνώνυμα: παρασύρω

δελεάζω, συμπαρασύρω, συμπαρασύρομαι, πλανώ, αποπλανώ, παραπλανώ, απομακρύνομαι, μεταφέρω μακριά, αφαρπάζομαι, ενθουσιάζω

Μεταφράσεις: παρασύρω

παρασύρω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
entice, lure, drift, mislead, decoy, carry away

παρασύρω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
seducir, señuelo, atractivo, señuelo de, cebo, atraer

παρασύρω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Köder, Verlockung, locken, Lockmittel, lure

παρασύρω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affriolons, débaucher, affriander, allécher, aguichons, affriolez, affrioler, appâter, attirer, aguicher, aguichent, leurrer, affriolent, dévoyer, séduire, aguichez, leurre, appât, attrait, lure, leurres

παρασύρω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
richiamo, esca, lure, richiamo di, un'esca

παρασύρω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aliciar, entusiástico, seduzir, isca, chamariz, engodo, atração, lure

παρασύρω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weglokken, verlokken, verleiden, lokken, lokmiddel, verleiding, kunstaas, lure

παρασύρω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
завлечь, приманивать, переманивать, соблазнить, залучать, сманивать, завлекать, соблазнять, приманка, приманки, соблазн, приманку, приманкой

παρασύρω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lokke, Lure, sluk, lokker, fristelsen

παρασύρω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lure, drag, locka, lura, lockbete

παρασύρω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
houkutella, vietellä, kannustaa, uistin, vieheen, viehe, vieheellä

παρασύρω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lokke, lokkemiddel, lokker, lure, Fristelsen

παρασύρω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lákat, poutat, navnadit, přitahovat, svádět, nalákat, pokoušet, odloudit, vábit, přivábit, zlákat, návnada, lákadlo, vabeni, vábnička

παρασύρω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uwodzić, łudzić, nęcić, kusić, wabić, wabik, powab, pokusa, łechtać, nęcenie

παρασύρω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csábít, csalétek, csalit, csali, csábítása

παρασύρω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayartmak, yem, cazibesi, cazibesine, tuzak, cezbetmek

παρασύρω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чистий, ціле, спокушати, переманювати, спокусіть, приманка, свої, принада

παρασύρω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndjell, karrem, josh, joshur, joshja, tërheqje

παρασύρω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
примамка, примамки, съблазън, стръв

παρασύρω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прынада, прыманка

παρασύρω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ahvatlema, ahvatlus, peibutis, Kiusatus, Viekoitella, lure

παρασύρω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zavesti, namamiti, primamiti, sablazniti, mamac, lure, privlačnost, draž

παρασύρω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tálbeita, spónn, tál

παρασύρω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atvilioti, masalas, suvilioti, pagunda, jaukas

παρασύρω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vilinājums, lure, pievilināšana, māneklis, vilinājumu

παρασύρω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наведуваш, мамката, намамат, мамка, привлекуваа

παρασύρω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
momeală, ademeni, nada, farmec, Atractivitatea

παρασύρω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lakta, Skušnjava, vaba, Mamiti, lure, čar

παρασύρω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
návnada, návnady, atraktant, návnadu
Τυχαίες λέξεις