Anfechtung στα ελληνικά
Μετάφραση: anfechtung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραβώ, έφεση, αποφυγή, πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anfechtbar στα ελληνικά - αμφισβητήσιμος, διεκδικήσιμο, διεκδικήσιμων, διεκδικήσιμη, διεκδικήσιμα
- anfeindung στα ελληνικά - εχθρότητα, έχθρα, εχθρότητας, η εχθρότητα, μίσος
- anfeindungen στα ελληνικά - εχθρότητα, εχθρότητας, την εχθρότητα, εχθρικότητα, εχθρική
Τυχαίες λέξεις
Anfechtung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραβώ, έφεση, αποφυγή, πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
Μεταφράσεις: τραβώ, έφεση, αποφυγή, πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για