Λέξη: εντυπωσιακός
Σχετικές λέξεις: εντυπωσιακός
εντυπωσιακός γάμος, εντυπωσιακός υδροστρόβιλος στην ηγουμενίτσα, εντυπωσιακός κότσος, εντυπωσιακός αγγλικα, εντυπωσιακός συνώνυμα, εντυπωσιακός καυτός χορός απολαύστε, εντυπωσιακόσ πόντοσ σε αγώνα πινγκ πονγκ
Συνώνυμα: εντυπωσιακός
καταπληκτικός, συγκινητικός, επιβλητικός, προξενών εντύπωση, προξενών αίσθηση, παταγώδης, συγκλονιστικός
Μεταφράσεις: εντυπωσιακός
εντυπωσιακός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stunning, sensational, impressive, striking, an impressive, spectacular
εντυπωσιακός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ruidoso, sensacional, impresionante, impresionantes, imponente
εντυπωσιακός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spektakulär, betäubend, eklatant, beeindruckend, eindrucksvoll, beeindruckende, eindrucksvolle, eindrucksvollen
εντυπωσιακός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
stupéfiant, splendide, magnifique, abrutissant, étourdissant, stupéfait, impressionnant, impressionnante, impressionnants, impressionnantes, imposant
εντυπωσιακός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sensazionale, impressionante, imponente, impressionanti, suggestivo, notevole
εντυπωσιακός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impressionante, impressionantes, impressive, imponente
εντυπωσιακός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opzienbarend, sensationeel, geruchtmakend, indrukwekkend, indrukwekkende, imposante, een indrukwekkend
εντυπωσιακός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шумный, оглушающий, потрясающий, ошеломительный, нашумевший, ошеломляющий, сенсационный, сенсуальный, поразительный, великолепный, сногсшибательный, впечатляющий, впечатляет, впечатляющим, впечатляют, впечатляющими
εντυπωσιακός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
imponerende
εντυπωσιακός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
imponerande, övertygade, som övertygade
εντυπωσιακός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hemaiseva, pökerryttävä, lamauttava, vangitseva, vaikuttava, vaikuttavia, vaikuttavan, vaikuttavaa, vaikuttavat
εντυπωσιακός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
imponerende, flot
εντυπωσιακός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
senzační, nádherný, působivý, impozantní, působivé, působivá, působivější
εντυπωσιακός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sensacyjny, kapitalny, wystrzałowy, świetny, rewelacyjny, imponujący, efektowny, imponujące, imponująca, wrażenie
εντυπωσιακός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elkábító, érzéki, szenzációs, hatásos, lenyűgöző, impozáns, látványos, meggyőző
εντυπωσιακός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etkileyici, etkileyici bir, etkileyiciydi, etkileyicidir
εντυπωσιακός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
разючий, приголомшення, приголомшливий, приголомшуючий, сенсаційний, вражаючий, вражаюче, вражаючі, вражає
εντυπωσιακός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i rëndësishëm, madhështor, mbresëlënëse, mbresëlënës, rëndësishëm
εντυπωσιακός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
внушителен, внушителните, впечатляващ, впечатляваща, впечатляващо
εντυπωσιακός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўражлівы, уражлівы, ўражвальны, ўражальны, уражальны
εντυπωσιακός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sensatsiooniline, rabav, jahmatav, muljetavaldav, pall, muljetavaldavad, muljetavaldava, muljetavaldavat
εντυπωσιακός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iznenadan, uzbudljiv, senzacionalan, impresivan, impresivna, impresivno, impresivni, impresivne
εντυπωσιακός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhrifamikill, glæsilega, frábæru, glæsilegustu, glæsilegum
εντυπωσιακός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įspūdingas, įspūdinga, įspūdingi, įspūdingai, įspūdingą
εντυπωσιακός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iespaidīgs, iespaidīgi, iespaidīga, iespaidīgas
εντυπωσιακός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
импресивен, импресивна, импресивни, импресивната, импресивно
εντυπωσιακός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
impresionant, impresionantă, impresionanta, impresionante, de impresionant
εντυπωσιακός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
impresivna, impresivno, impresiven, impresivni, impresivne
εντυπωσιακός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vzrušujúci, nádherný, senzační, pôsobivý, pôsobivá
Τυχαίες λέξεις