Ankleben στα ελληνικά
Μετάφραση: ankleben, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολλώ, κόλλα, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anklammernd στα ελληνικά - προσκόλληση, παραμένουν προσκολλημένοι, κολλάει, την προσκόλληση, προσκολλάται
- anklang στα ελληνικά - τραβώ, έφεση, έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή
- anklebend στα ελληνικά - οπαδός, προσκολλημένα, προσκολλητικά, προσκολλημένη, προσφυόμενων
- ankleidend στα ελληνικά - σάλτσα, Γκαρνταρόμπα, Επίδεσμοι, Dressing, Ρόμπες
Τυχαίες λέξεις
Ankleben στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολλώ, κόλλα, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
Μεταφράσεις: κολλώ, κόλλα, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί