Κολλώ στα γερμανικά

Μετάφραση: κολλώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lötmaschine, anschmiegen, leim, klebstoff, anhaften, ankleben, haften, kleben, Schläger, Stock, Stab, Knüppel, Stange
Κολλώ στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολλώ

κολλάω κλίση, μπρίκια κολλώ, κολλώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, κολλώ στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • κολλητός στα γερμανικά - dumpfig, verschließen, abschließen, kumpel, schließen, partner, schluss, ...
  • κολλιτσίδα στα γερμανικά - klette, Klette, Kletten, burdock, Klettenwurzel
  • κολλώδης στα γερμανικά - pappig, klebrig, klebrigen, klebrige, Haft, sticky
  • κολοκύθα στα γερμανικά - kürbis, Kürbis, pumpkin
Τυχαίες λέξεις
Κολλώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: lötmaschine, anschmiegen, leim, klebstoff, anhaften, ankleben, haften, kleben, Schläger, Stock, Stab, Knüppel, Stange