Aufwecken στα ελληνικά
Μετάφραση: aufwecken, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξυπνώ, ξεσηκώνω, διεγείρω, ίχνη, ξυπνήσει, ξυπνήσετε, ξυπνήσουν, ξυπνήστε
Μεταφράσεις
- aufwartung στα ελληνικά - παρουσία, αναμονή, περιμένει, περιμένουν, αναμονής, περιμένοντας
- aufwartungen στα ελληνικά - απόψεις, σέβεται, τις απόψεις, άποψη, σημεία
- aufweckend στα ελληνικά - Ξυπνάτε, Ξυπνώντας, Το ξύπνημα, ξυπνήσει, ξύπνημα
- aufweichend στα ελληνικά - διαβροχή, διαβροχή ενός, διαπότιση, πολτοποίησης, εμποτισμό
Τυχαίες λέξεις
Aufwecken στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξυπνώ, ξεσηκώνω, διεγείρω, ίχνη, ξυπνήσει, ξυπνήσετε, ξυπνήσουν, ξυπνήστε
Μεταφράσεις: ξυπνώ, ξεσηκώνω, διεγείρω, ίχνη, ξυπνήσει, ξυπνήσετε, ξυπνήσουν, ξυπνήστε