Λέξη: εσοχή

Σχετικές λέξεις: εσοχή

εσοχή στα αγγλικα, εσοχή translation, εσοχή παραγράφου, εσοχή τοίχου, εσοχή πρώτης γραμμής, εσοχή συνωνυμα

Συνώνυμα: εσοχή

κασκόλ, φουλάρι, μανδύλι λαιμού, ελαφρό σάλι, τεμάχιο υφάσματος, σηκός, παραθάλαμος, κοιλότητα, αποχώρηση, διακοπή, κοίλωμα τοίχου, απομεμονωμένο μέρος

Μεταφράσεις: εσοχή

εσοχή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nook, alcove, recess, recessed, the recess, indentation

εσοχή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rincón, alcoba, recreo, hueco, rebajo, rebaje, receso

εσοχή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nische, schlupfwinkel, ecke, Nische, Pause, Ausnehmung, Aussparung, Vertiefung

εσοχή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
encoignure, recoin, angle, coin, embrasure, niche, retraite, réduit, alcôve, renfoncement, évidement, cavité, creux, logement

εσοχή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
angolo, cantuccio, recesso, rientranza, cavità, incavo, nicchia

εσοχή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recesso, reentrância, rebaixo, cavidade, recesso de

εσοχή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reces, nis, uitsparing, verdieping, holte

εσοχή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клин, уголок, ниша, бухточка, угол, закоулок, затишье, беседка, альков, закуток, выемка, углубление, выемку, перерыв, паз

εσοχή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krok, hjørne, fordypningen, utsparing, fordypning, forsenkning, utsparingen

εσοχή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vrå, hörn, urtag, urtagning, urtagningen, urtaget, fördjupning

εσοχή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osasto, soppi, kolkka, nurkkaus, kolo, nurkka, syvennys, syvennyksen, syvennykseen, syvennyksessä, syvennyksestä

εσοχή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjørne, fordybning, reces, udsparing, fordybningen, udsparingen

εσοχή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výklenek, koutek, ústraní, kout, zákoutí, nika, alkovna, vybrání, zahloubení, zápich, prohlubeň

εσοχή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
alkowa, zakątek, altanka, południe, wnęka, alkierz, wgłębienie, przerwa, zagłębienie, wycięcie

εσοχή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szöglet, zug, beszögellés, mélyedés, mélyedésben, szünet, mélyedésbe, mélyedést

εσοχή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köşe, girinti, oyuk, girintisi, yuva, girintinin

εσοχή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кут, глухе, ніша, альков, альтанка, закут, клин, завулок, закуток, виїмка, вилучення, виймання, виїмку

εσοχή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushim, kamare, mazgallë, bëj pushim, bëj vrimë

εσοχή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
беседка, вдлъбнатина, ваканция, ниша, жлеб, вдлъбнатината

εσοχή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выманне, выемка, адабранне, вымаюць, выняцце

εσοχή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alkoov, vaheaeg, süvendi, süvend, süvendisse, süvendis

εσοχή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kutak, skrovište, udubljenje, raspust, udubljenja, stanka, utor za

εσοχή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leynum, hlé, innskot, innskots, gróp

εσοχή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kampas, įduba, niša, įpjova, griovelis, alkova

εσοχή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stūris, padziļinājums, recess, niša, atbīdīt, gara brīvstunda

εσοχή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одмор, пауза, процепот, прекин, одморите

εσοχή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colţ, cavitate, locaș, adâncitură, degajare, nișă

εσοχή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vdolbina, vdolbino, izrez, vdolbine, zajeda

εσοχή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kou, výklenok, nika
Τυχαίες λέξεις