Behörde στα ελληνικά

Μετάφραση: behörde, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, αυθεντία, εξουσία, πρακτορείο, υπηρεσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
Behörde στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • behält στα ελληνικά - αποθεματικά, αποθεματικών, αποθέματα, αποθεμάτων, διατηρεί
  • behälter στα ελληνικά - δεξαμενή, κάδος, αποθήκη, ταμείο, κουβάς, δοχείο, περιέκτη, ...
  • behörden στα ελληνικά - αυθεντία, καθεστώς, δίαιτα, κυβέρνηση, πολίτευμα, εξουσία, κύρος, ...
  • behördlich στα ελληνικά - επίσημες, επίσημη, επίσημος, επίσημων, επίσημο
Τυχαίες λέξεις
Behörde στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, αυθεντία, εξουσία, πρακτορείο, υπηρεσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που