Λέξη: ξυπνώ

Σχετικές λέξεις: ξυπνώ

ξυπνώ συνώνυμα, ξυπνώ τη χαραυγή, ξυπνώ και βλέπω σίδερα, ξυπνώ με την αυγούλα, ξυπνώ παρατατικός, ξυπνώ με πονοκέφαλο

Συνώνυμα: ξυπνώ

εξυπνώ, αγρυπνώ, αφυπνίζω, αφυπνίζομαι, εξεγείρω, ξεσηκώνω

Μεταφράσεις: ξυπνώ

ξυπνώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
awake, awaken, wake, knock up, rouse

ξυπνώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
despertar, despertarse, despertar a, despierte, despertarlo

ξυπνώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufwecken, erwecke, aufwachen, wecken, erwachen, wachsam, erwecken, wach, weckend, munter, wachen

ξυπνώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alerte, réveillé, réveillons, réveiller, inspirer, vigilant, éveiller, exciter, s'éveiller, réveillez, réveillent, se réveiller, réveil, réveille

ξυπνώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
destare, svegliarsi, svegliare, svegliarmi, svegliarlo, svegliarti

ξυπνώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ágil, despertar, alerta, acordar, acorde, acorda, acordá

ξυπνώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tierig, druk, opgewekt, wakker, vief, ontwaken, kras, opwekken, waakzaam, levendig, kwiek, rap, alarm, wekken, wakend, wakker worden, wakker maken

ξυπνώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разбудить, пробуждать, пробудить, проснуться, просыпаться, пробуждаться, будить, пробудиться, бодрствующий, очнуться, бдительный, просыпаюсь

ξυπνώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vekke, våkne, våkner, telefon, å våkne

ξυπνώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vaken, vakna, väcka, vaknar, att vakna, väcker

ξυπνώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herättää, havahtua, vironnut, reipas, herätä, virkeä, herännyt, pirteä, havahtunut, herää, herättämään, heräävät

ξυπνώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vække, vågne, vågner, at vågne, vækker

ξυπνώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
probudit, budit, vzbudit, probuzení, probudí, probouzet

ξυπνώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przebudzać, uświadamiać, uświadomić, ożywiać, budzić, wzbudzać, przebudzony, ocknąć, przebudzić, wzbudzić, zbudzić, obudzić, pobudzać, obudzi, wake, obudź

ξυπνώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ébred, ébredni, felébredjen, kelj, felébreszteni

ξυπνώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uyanık, uyanmak, uyandırmak, uyan, wake, uyandırma

ξυπνώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
будити, розбудити, прокиньтеся, розбуджувати, збудити, прокинутися

ξυπνώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zgjohem, zgjoheni, të zgjoheni, zgjohen, zgjoni

ξυπνώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
будите, събуждам, будя, се събуди, събудя, събудиш

ξυπνώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абудзіць, разбудзіць, пабудзіць

ξυπνώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äratama, virguma, ärkama, ärka, äratada, ärkan, ärgata

ξυπνώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
probuđen, svjestan, razbuditi, budnima, probuditi, probudite, probudi, probudio, buditi

ξυπνώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vakna, vekja, vaknar, að vekja

ξυπνώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsibusti, pažadinti, pabusti, prabusti, wake

ξυπνώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nomodā, rosināt, pamodināt, izraisīt, modināt, uzmodināt, modināšanas, pamosties, uzmosties

ξυπνώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се разбудам, будам, разбудам, разбудите, разбуди

ξυπνώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trezi, trezesc, trezească, trezești, trezesti

ξυπνώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vzbudit, zbudi, zbudite, zbuditi, prebudite, zbudili

ξυπνώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prebudiť, zobudiť
Τυχαίες λέξεις