Beklemmung στα ελληνικά
Μετάφραση: beklemmung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανησυχία, καταπίεση, καταπίεσης, την καταπίεση, της καταπίεσης, η καταπίεση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bekleidete στα ελληνικά - χειρός, κρατούμενη, φορητά
- bekleidung στα ελληνικά - φορώ, ρουχισμός, ρούχα, ενδύματα, ένδυσης, ειδών ένδυσης, είδη ένδυσης, ...
- bekloppt στα ελληνικά - τρελός, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί
- beknackt στα ελληνικά - ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ηλίθιοι
Τυχαίες λέξεις
Beklemmung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανησυχία, καταπίεση, καταπίεσης, την καταπίεση, της καταπίεσης, η καταπίεση
Μεταφράσεις: ανησυχία, καταπίεση, καταπίεσης, την καταπίεση, της καταπίεσης, η καταπίεση