Bequem στα ελληνικά

Μετάφραση: bequem, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σεμνός, μετριόφρων, εύκολος, βολικός, άνετος, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
Bequem στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bepflanzung στα ελληνικά - φύτεμα, φύτευση, φύτευσης, τη φύτευση, φυτεύσεων
  • beplankung στα ελληνικά - σανίδωμα, πέτσωμα, σανίδες, σανιδώματα, πετσώματος
  • bequemer στα ελληνικά - βολικός, κατάλληλος, εύκολος, βολικό, βολική
  • bequemheit στα ελληνικά - εύκολα, εύκολα να, εύκολη, εύκολα την, ευκολία
Τυχαίες λέξεις
Bequem στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σεμνός, μετριόφρων, εύκολος, βολικός, άνετος, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες